- κατ-εν-αντίον
κατ-εν-αντίον, entgegen, gegenüber, τινί, ἐλϑεῖν Il. 21, 567; ὁρμηϑῆναι Hes. Sc. 73; sp. D.; τινός, Ap. Rh. 2, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εν-αντίον, entgegen, gegenüber, τινί, ἐλϑεῖν Il. 21, 567; ὁρμηϑῆναι Hes. Sc. 73; sp. D.; τινός, Ap. Rh. 2, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταντίον — και καταντία (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ αὑτοῡ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν αντίον] … Dictionary of Greek
άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… … Dictionary of Greek