- κατ-εν-δύω
κατ-εν-δύω (s. δύω), anziehen, ankleiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εν-δύω (s. δύω), anziehen, ankleiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… … Dictionary of Greek
κατωρίς — κατωρίς, ίδος, ἡ (Α) (στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ ώρης] … Dictionary of Greek
CELSUS — I. CELSUS cognomen perpetuum Equitum Romanorum. Vide supra Celse nati. II. CELSUS plagiarius ab Horatio notatus, l. 1. Ep. 3. v. 15. Quid mihi Celsus agit, monitus, multumque monendus, Privatas ut quaerat opes, et tangere vitet Scripta Palatinus… … Hofmann J. Lexicon universale
δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… … Dictionary of Greek
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
καθυποδύω — (Μ) (επιτατ. τού υποδύω) βλ. υποδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δύω «βάζω τα υποδήματα»] … Dictionary of Greek
καταδύνω — (Α) καταδύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δύνω «δύω»] … Dictionary of Greek
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek