- κατα-σφηνόω
κατα-σφηνόω, festkeilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σφηνόω, festkeilen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεσφηνωμένα — κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφηνωμένᾱ , κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφηνωμένᾱ , κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφηνωμένον — κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp masc acc sg κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφηνωμένῳ — κατά σφηνόω shape like a wedge perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)