- κατ-ασφαλίζω
κατ-ασφαλίζω, fest, sicher machen, befestigen, Sp.; δεῖ τὸν νοῠν κατησφαλίσϑαι εἰς φυλακήν S. Emp. adv. math. 7, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ασφαλίζω, fest, sicher machen, befestigen, Sp.; δεῖ τὸν νοῠν κατησφαλίσϑαι εἰς φυλακήν S. Emp. adv. math. 7, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek