- κατα-σφηκόω
κατα-σφηκόω, annageln, befestigen, Tryphiod. 87; Hesych. erkl. es durch καϑηλόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σφηκόω, annageln, befestigen, Tryphiod. 87; Hesych. erkl. es durch καϑηλόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεσφηκωμένον — κατά σφηκόω make like a wasp perf part mp masc acc sg κατά σφηκόω make like a wasp perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφήκωνται — κατά σφηκόω make like a wasp perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφήκωντο — κατά σφηκόω make like a wasp plup ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφήκωσε — κατά σφηκόω make like a wasp aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)