- καστόριος
καστόριος, vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καστόριος, vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού … Dictionary of Greek