καστόριον

καστόριον

καστόριον, τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungstheilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστόριον — το (AM καστόριον) βλ. καστόρι …   Dictionary of Greek

  • Καστόριον — Καστορίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόριον — καστορίδες hounds masc acc sg καστορίδες hounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

  • касторка — Возм., через прибалт. нем. Kastoröl касторовое масло из лат. castorēum маслянистая жидкость в железе у бобра , греч. καστόριον (то же) – от κάστωρ бобр …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • συμπληρωτικός — ή, ό / συμπληρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ] κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός μσν. αρχ. 1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • k̂ad-2 —     k̂ad 2     English meaning: to shine, to flaunt     Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen”     Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”