καστόριαι

καστόριαι

καστόριαι, αἱ, = Folgdm, Xen. Cyn. 3, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστόριαι — καστορίδες hounds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”