καστόρειος

καστόρειος

καστόρειος, vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστόρειος — καστόρειος, ον (Α) [Κάστωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο τού Διός και τής Λήδας, αδελφό τού Πολυδεύκη 2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που τό έψαλλαν με συνοδεία αυλού για …   Dictionary of Greek

  • Καστόρειον — Καστόρειος of masc/fem acc sg Καστόρειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστορείου — Καστόρειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστορείῳ — Καστόρειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστόρεια — Καστόρειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστόρειοι — Καστόρειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”