- καρδαμίς
καρδαμίς, ίδος, ἡ, ein Kraut, der Kresse, κάρδαμον ähnlich, auch ἰβηρίς genannt; Nic. Al. 533; Plut. tranqu. an. 3 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδαμίς, ίδος, ἡ, ein Kraut, der Kresse, κάρδαμον ähnlich, auch ἰβηρίς genannt; Nic. Al. 533; Plut. tranqu. an. 3 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδαμίς — καρδαμίς, ίδος ἡ (Α) κάρδαμο … Dictionary of Greek
καρδαμίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμίδα — καρδαμίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμίδας — καρδαμίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμίδι — καρδαμίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδαμίδος — καρδαμίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
καρδαμίδα — η (Α καρδαμίς, ίδος) [κάρδαμο] το φυτό κάρδαμο … Dictionary of Greek