καρδιακός

καρδιακός

καρδιακός, das Herz betreffend, dazu gehörig, περιδίνησις Schol. Soph. El. 912; bes. am Herzen od. Magen leidend, Medic.; καρδιακῶς κινδυνεύειν S. Emp. pyrrh. 1, 84.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρδιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακός — ή, ό (AM καρδιακός, ή, όν) [καρδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή βοτ. γένος φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • καρδιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά: Πάσχει από καρδιακό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιακά — καρδιακός of neut nom/voc/acc pl καρδιακά̱ , καρδιακός of fem nom/voc/acc dual καρδιακά̱ , καρδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακῶν — καρδιακός of fem gen pl καρδιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακόν — καρδιακός of masc acc sg καρδιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακαῖς — καρδιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακαί — καρδιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακοῖς — καρδιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακοί — καρδιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακοῦ — καρδιακός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”