- καρδιό-δηκτος
καρδιό-δηκτος, herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιό-δηκτος, herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
λυσσόδηκτος — η, ο (AM λυσσόδηκτος, ον) αυτός που τόν δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek