- καρδιό-τρωτος
καρδιό-τρωτος, am Herzen verwundet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιό-τρωτος, am Herzen verwundet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρότρωτος — νευρότρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι τρώ σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek
πλευρότρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τρωθεί, τραυματιστεί στην πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τρωτός (< τιτρώσκω «χτυπώ, τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό τρωτος, νευρό τρωτος] … Dictionary of Greek
μηνιγγότρωτος — μηνιγγότρωτος, ὁ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί στη μήνιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, ιγγος + τρωτός (< τι τρώ σκω «πληγώνω»), πρβλ. καρδιό τρωτος] … Dictionary of Greek
σιδηρότρωτος — ον, Α αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με ξίφος ή με μάχαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό τρωτος] … Dictionary of Greek