- καρδιό-πληκτος
καρδιό-πληκτος, im Herzen getroffen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιό-πληκτος, im Herzen getroffen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek