- καρυτίζομαι
καρυτίζομαι, = καρυατίζω, Hesych. erkl. εὐφραίνεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυτίζομαι, = καρυατίζω, Hesych. erkl. εὐφραίνεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυτίζομαι — (Α) ευφραίνομαι (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
καρυτίζεσθαι — καρυτίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)