- καρυωτός
καρυωτός, φοῖνιξ, eine wie Nüsse gestaltete Dattelart, Strab. XVII, 800 u. Galen.; φιάλη καρυωτή, mit solchen Früchten geschmückt, Inscr. 2852; vgl. Ath. XI, 502 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυωτός, φοῖνιξ, eine wie Nüsse gestaltete Dattelart, Strab. XVII, 800 u. Galen.; φιάλη καρυωτή, mit solchen Früchten geschmückt, Inscr. 2852; vgl. Ath. XI, 502 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυωτός — καρυωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα καρύου 2. φρ. α) «καρυωτός φοίνιξ» ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς β) «φιάλη καρυωτή» φιάλη που έχει στο κάτω μέρος στηρίγματα με σχήμα καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ωτός (πρβλ. ραβδ ωτός, συκ… … Dictionary of Greek
Eukaryoten — Sonnentierchen Acanthocystis turfacea Systematik Klassifikation: Lebewesen Domäne … Deutsch Wikipedia
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek