- καρτέρημα
καρτέρημα, τό, standhaftes Betragen, Beharrlichkeit, Ausdauer, πάντα τὰ τῆς ψυχῆς ἐπιχειρήματα καὶ καρτερήματα Plat. Men. 88 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτέρημα, τό, standhaftes Betragen, Beharrlichkeit, Ausdauer, πάντα τὰ τῆς ψυχῆς ἐπιχειρήματα καὶ καρτερήματα Plat. Men. 88 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτέρημα — το (Α καρτέρημα) [καρτερώ] νεοελλ. η αναμονή, η καρτερία αρχ. η υπομονή … Dictionary of Greek
καρτερήματα — καρτέρημα act of endurance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτέρεμα — το [καρτερώ] καρτέρημα* … Dictionary of Greek