- ζύγιμος
ζύγιμος, = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγιμος, = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγιμος — ζύγιμος, ον (Α) [ζυγόν] ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.) … Dictionary of Greek
ζύγιμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek