- ζύγινος
ζύγινος, von der Bergrüfter, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγινος, von der Bergrüfter, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζύγινος — ζύγινος, η, ον (Α) [ζυγία] κατασκευασμένος από ξύλο ζυγίας, είδους φτελιάς … Dictionary of Greek
ζύγινα — ζύγινος of the tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek