ζύγαστρον

ζύγαστρον

ζύγαστρον, τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζύγαστρον — ζύγαστρον, τό (Α) 1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους 2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον» 3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» το κάλυμμα ή, κατ άλλους, τα κλειδιά τής λάρνακας. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ζύγαστρον — chest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάστροις — ζύγαστρον chest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάστρου — ζύγαστρον chest neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάστρῳ — ζύγαστρον chest neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγαστρα — ζύγαστρον chest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάστριον — ζυγάστριον, τὸ (Α) [ζύγαστρον] (υποκορ. τού ζύγαστρον) μικρό κιβώτιο …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • σίγιστρον — τὸ, Μ κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα τρον] …   Dictionary of Greek

  • jug — JUG, juguri, s.n. 1. Dispozitiv de lemn care se pune pe grumazul animalelor cornute care trag la car, la plug etc. sau, în unele ţări, se fixează de coarnele lor. ♢ expr. A trage la jug = a) a trage carul, căruţa, plugul etc.; b) fig. (despre… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”