κύψελον

κύψελον

κύψελον, τό, = κυψέλιον, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κύψελον — Κύψελος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύψελον — κύψελος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”