κύψελος

κύψελος

κύψελος, , die in Erdhöhlen wohnende Erdschwalbe, Arist. H. A. 9, 30. S. auch nom. propr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κύψελος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύψελος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • Кипсел — (Κύψελος) сын Эпита, из рода Аркада. Он наследовал отцу во власти над всей Аркадией. В его царствование произошло возвращение Гераклидов в Пелопоннес. Выдав за одного из Гераклидов, Кресфонта, дочь свою Меропу, К. тем самым спас свою страну от… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κυψέλοις — Κύψελος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλοις — κύψελος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυψέλου — Κύψελος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλου — κύψελος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυψέλους — Κύψελος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλους — κύψελος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυψέλων — Κύψελος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”