- γύψινος
γύψινος, aus Gyps, B. A. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύψινος, aus Gyps, B. A. 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύψινος — η, ο (AM γύψινος, η, ον) 1. κατασκευασμένος από γύψο 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύψινα αντικείμενα κατασκευασμένα από γύψο … Dictionary of Greek
γύψινος — η, ο κατασκευασμένος από γύψο: Γύψινη κορνίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψινον — γύψινος made of gypsum masc acc sg γύψινος made of gypsum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψινα — γύψινος made of gypsum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… … Dictionary of Greek
Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… … Dictionary of Greek