- γύψωσις
γύψωσις, ἡ, das Uebergypsen, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύψωσις, ἡ, das Uebergypsen, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
γυψώσεως — γυψώσεω̆ς , γύψωσις plastering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)