γύψος

γύψος

γύψος, , Kreide, Her. 7, 69; Plat. Phaed. 110 c; – Gyps, Theophr.; Rufin. 14 (V, 19).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γύψος — chalk fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — ο 1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο. 2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψον — γύψος chalk fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”