- κωβίτης
κωβίτης, ὁ, sc. ἰχϑύς, Arist. H. A. 6, 15, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβίτης, ὁ, sc. ἰχϑύς, Arist. H. A. 6, 15, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβίτης — (Cobitis). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κωβιτιδών. Περιλαμβάνει ψάρια με μακρύ και επίπεδο σώμα, μήκους έως 10 εκ., το οποίο καλύπτεται από λεπτά λέπια. Τα φαρυγγικά δόντια τους είναι μυτερά και διατάσσονται σε μονή σειρά. Ζουν στα … Dictionary of Greek
παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… … Dictionary of Greek
κυβίτης — Βλ. λ. κωβίτης … Dictionary of Greek