- κωνίς
κωνίς, ίδος, ἡ, ein kegelförmiges Wassergefäß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνίς, ίδος, ἡ, ein kegelförmiges Wassergefäß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνίς — κωνίς, ίδος, ἡ (Α) [κώνος] (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίσκη» … Dictionary of Greek
κωνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek