- κωβίων
κωβίων, ωνος, ὁ, = κωβιός, Alexis bei Ath. VI, 242 d, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβίων, ωνος, ὁ, = κωβιός, Alexis bei Ath. VI, 242 d, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωβίων — κωβίων, ωνος, ὁ (Α) ο κωβιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού κωβιός] … Dictionary of Greek
κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek