ζωγρεῖον

ζωγρεῖον

ζωγρεῖον, τό, ein Ort, lebendige Thiere aufzubewahren, Käfig, bes. für Fische, μ υραίι ης ἐν ζωγρείῳ σοι τρεφομένης Plut. de cap. ex hostib utilitat. p. 276; a. Sp.; Schweinekopfen, Schol. Ar. Vesp. 846; Strab. 12, 3, 30, v. l. ζώγρια. – Τὰ ζωγρεῖα, Lösegeld, Hel. 8, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* …   Dictionary of Greek

  • ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… …   Dictionary of Greek

  • ζωαγρία — ζῳαγρία, ἡ (Α) ο τόπος, το οικοδόμημα όπου φυλάσσονται ζώα, ιδίως άγρια, ατιθάσευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ζωγρείον*] …   Dictionary of Greek

  • ζώγρος — ζῶγρος, ὁ (Α) κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ζωγρείον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”