- ζωγρεία
ζωγρεία, das Lebendiggefangennehmen, den Gefangenen nicht Tödten, Pol. 1, 9, 8, oft ζωγρείᾳ λαβεῖν, ἁλῶναι u. ä., LXX u. a. Sp. S. ζωγρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωγρεία, das Lebendiggefangennehmen, den Gefangenen nicht Tödten, Pol. 1, 9, 8, oft ζωγρείᾳ λαβεῖν, ἁλῶναι u. ä., LXX u. a. Sp. S. ζωγρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek