- ζωγρητικός
ζωγρητικός, zum Lebendigfangen geschickt, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωγρητικός, zum Lebendigfangen geschickt, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωγρητικός — ζωγρητικός, ή, όν (Μ) [ζωγρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζώγρηση, ο επιτήδειος στη σύλληψη ζωντανών άγριων ζώων … Dictionary of Greek