κωπήεις

κωπήεις

κωπήεις, εσσα, εν, mit einem Griff, einem Heft versehen, ξίφος, Il. 16, 322. 20, 475, φάσγανα, 15, 713.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωπήεις — κωπήεις, εσσα, εν (Α) [κώπη] αυτός που έχει λαβή («κωπήεντα φάσγανα», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κωπήεις — hilted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπῆεν — κωπήεις hilted masc voc sg κωπήεις hilted neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπήεντα — κωπήεις hilted neut nom/voc/acc pl κωπήεις hilted masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηέσσῃ — κωπήεις hilted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπήεντι — κωπήεις hilted masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπήεντος — κωπήεις hilted masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”