- κωπ-ήλατος
κωπ-ήλατος, bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωπ-ήλατος, bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ποδήλατος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek