κωπ-ήρης

κωπ-ήρης

κωπ-ήρης, ες, mit Rudern versehen; στόλος Aesch. Pers. 408; σκάφος Eur. Hel. 1397; πλοῖον Thuc. 4, 118; πορϑμεῖα Plut. Alex. 63; a. Sp.; τὸ κωπῆρες, das Ruderschiff, Plut. Ant. 66; D. C. 56, 27. – Das Ruder haltend, χείρ Eur. Troad. 161.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”