κωπίον

κωπίον

κωπίον, τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωπίον — κωπίον, τὸ (Α) [κώπη] 1. μικρή κώπη 2. στον πληθ. τὰ κωπία οι νόθες πλευρές τού θώρακα …   Dictionary of Greek

  • κωπίον — κωπάω pres part act masc voc sg (epic doric ionic) κωπάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres part act masc voc sg (doric) κωπέω furnish with oars pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) κωπίον false …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπία — κωπίον false ribs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπίου — κωπίον false ribs neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπίῳ — κωπίον false ribs neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπίω — κωπάω pres subj act 1st sg (epic doric ionic) κωπάω pres ind act 1st sg (epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres subj act 1st sg (doric) κωπέω furnish with oars pres ind act 1st sg (doric) κωπίον false ribs neut nom/voc/acc dual κωπίον… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρακώπιον — το, Μ πρόσθετο, επί πλέον κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κωπίον (< κώπη)] …   Dictionary of Greek

  • κωπίων — κωπάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres part act masc nom sg (doric) κωπίον false ribs neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”