κωπ-ηλάτης

κωπ-ηλάτης

κωπ-ηλάτης, , der das Ruder, od. mit dem Ruder das Schiff in Bewegung setzt, der Ruderer; Pol. 34, 3, 8; Plut. u. a. Sp. – Von einem Seethier, Clearch. bei Ath. VII, 317 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …   Dictionary of Greek

  • καμηληλάτης — ο οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλάτης, κωπ ηλάτης] …   Dictionary of Greek

  • τροχηλάτης — ὁ, Α 1. αρματηλάτης, ηνίοχος 2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ηλάτης, κωπ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλάτης — ο, ΝΜ αυτός που σφυρηλατεί, που κατεργάζεται μέταλλα με σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • καμηληλασία — η (Α καμηληλασία) η οδήγηση καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλασία, κωπ ηλασία] …   Dictionary of Greek

  • κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] …   Dictionary of Greek

  • κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”