κυβή

κυβή

(κυβή, , mit κύπτω verwandt, der Kopf, E. M. 543, 22, vgl. κύβηβος, κύμβαχος u. ä.)


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύβη — κύβη, ἡ (Α) η κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος*, κυβηβῶ*, κυβητίζω, κυβήσινδα] …   Dictionary of Greek

  • κύβη — κύβας masc voc sg κύβη head fem nom/voc sg (attic epic ionic) κύβης at masc voc sg κύπτω bend forward aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) κυβάω pres imperat act 2nd sg (doric) κυβάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν …   Dictionary of Greek

  • κύβας — κύβᾱς , κύβας masc acc pl κύβᾱς , κύβας masc nom sg (epic doric aeolic) κύβᾱς , κύβη head fem acc pl κύβᾱς , κύβη head fem gen sg (doric aeolic) κύβᾱς , κύβης at masc acc pl κύβᾱς , κύβης at masc nom sg (epic doric aeolic) κύβᾱς , κυβάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • куб — I II. тело прямоугольной формы с одинаковыми гранями; (мат.) тройная степень . Заимств. через нем. Kubus или непосредственно из лат. cubus, от греч. κύβος игральная кость; кубическое тело , о котором см. Вальде–Гофм. 1, 297. II род. п. куба I.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Psilocybe cubensis — Scientific classification Kingdom: Fungi Division …   Wikipedia

  • Psilocybe — Taxobox name = Psilocybe image width = 199px image caption = Psilocybe azurescens regnum = Fungi divisio = Basidiomycota subdivisio = Agaricomycotina classis = Agaricomycetes ordo = Agaricales familia = Strophariaceae (and Hymenogastraceae) genus …   Wikipedia

  • γούβα — η 1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος 2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές 3. αργαλειός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ ) τού άηχου (κ ) προς το ακολουθούν ηχηρό ( β ) κατ άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve] …   Dictionary of Greek

  • κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και …   Dictionary of Greek

  • κυβάζω — (Α) [κύβη] αναστρέφω, αναποδογυρίζω …   Dictionary of Greek

  • κυβίζω — (I) (AM κυβίζω) [κύβος] 1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.) 2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη νεοελλ. 1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”