- κυν-ώπης
κυν-ώπης, ὁ, hundsäugig, d. i. schamlos, frech, unverschämt, voc. κυνῶπα, Il. 1, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-ώπης, ὁ, hundsäugig, d. i. schamlos, frech, unverschämt, voc. κυνῶπα, Il. 1, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… … Dictionary of Greek
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek