- κυνή-ποδες
κυνή-ποδες, οἱ, die Knöchel am Pferdefuß, Kugel, Köhde, Xen. de re equ. 1, 15. Vgl. κύων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνή-ποδες, οἱ, die Knöchel am Pferdefuß, Kugel, Köhde, Xen. de re equ. 1, 15. Vgl. κύων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόποδες — ἱππόποδες, οί (Α) (ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό ποδες, κυνή ποδες] … Dictionary of Greek