- κυλίχνιον
κυλίχνιον, τό, dim. zum Vorigen; ἐγὼ δὲ κυλίχνιόν τέ σοι καὶ φάρμακον δίδωμι Ar. Equ. 906, wo die Schol. zu vgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίχνιον, τό, dim. zum Vorigen; ἐγὼ δὲ κυλίχνιόν τέ σοι καὶ φάρμακον δίδωμι Ar. Equ. 906, wo die Schol. zu vgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίχνιον — κυλίχνιον, τὸ (Α) μικρή κυλίχνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κυλίχνιον — small cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιχνίων — κυλίχνιον small cup neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιχνίς — κιλιχνίς, ίδος, ἡ (Α) κυλίχνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek