- κυλίσκη
κυλίσκη, ἡ, dim. von κύλιξ, Becher; ὀστράκιναι D. Hal. 2, 23; Poll. 3, 95; l. d. bei Ath. XI, 481 a. Vgl. κυλίχνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίσκη, ἡ, dim. von κύλιξ, Becher; ὀστράκιναι D. Hal. 2, 23; Poll. 3, 95; l. d. bei Ath. XI, 481 a. Vgl. κυλίχνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίσκη — κυλίσκη, ἡ (Α) μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ ιξ + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. στεφαν ίσκη, χυτρ ίσκη)] … Dictionary of Greek
κυλίσκαις — κυλίσκη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίσκην — κυλίσκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίσκιον — κυλίσκιον, τὸ (Α) κυλίσκη*, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίσκη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κυλίσκαι — κυλίσκᾱͅ , κυλίσκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)