- κυλίχνη
κυλίχνη, ἡ, dim. zu κύλιξ, kleiner Becher, bes. Arzneibüchse, Hesych.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 88, wo Brei darin aufgetragen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίχνη, ἡ, dim. zu κύλιξ, kleiner Becher, bes. Arzneibüchse, Hesych.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 88, wo Brei darin aufgetragen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίχνη — small cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχνη — (Cylichne). Γένος γαστεροπόδων μαλακίων της ομοταξίας των οπισθοβραγχίων. Περιλαμβάνει θαλάσσια ζώα με περιορισμένη κόγχη. Ζουν σε όλες τις θάλασσες προσκολλημένα πάνω σε υδρόβια φυτά. Απολιθωμένα λείψανα του γένους έχουν βρεθεί σε στρώματα… … Dictionary of Greek
κυλιχνᾶν — κυλίχνη small cup fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχναις — κυλίχνη small cup fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχνιον — κυλίχνιον, τὸ (Α) μικρή κυλίχνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κυλίχνας — κυλίχνᾱς , κυλίχνη small cup fem acc pl κυλίχνᾱς , κυλίχνη small cup fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кумган — кунган кувшин; азиатск. сосуд для умывания ; впервые в Домостр. Заб. (174): кумган; диал. кубган большой кувшин , терск. (РФВ 44, 96), под влиянием куб; также кулган, диссимилировано из кунган; далее курган. Заимств. из крым. тат., чагат., азерб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κυλιχνίς — κιλιχνίς, ίδος, ἡ (Α) κυλίχνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
πελίχνη — ἡ, Α η πέλλα (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ + υποκορ. κατάλ. ίχνη (πρβλ. κύλιξ: κυλίχνη)] … Dictionary of Greek
κυλίχναι — κυλίχνᾱͅ , κυλίχνη small cup fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχναν — κυλίχνᾱν , κυλίχνη small cup fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)