- κυλιστικός
κυλιστικός, zum Wälzen gehörig; ὁ κυλ. heißt der Ringer, der im Begen u. Wälzen den Gegner überwindet, Schol. Pind. 4, 81. Vgl. κύλισις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλιστικός, zum Wälzen gehörig; ὁ κυλ. heißt der Ringer, der im Begen u. Wälzen den Gegner überwindet, Schol. Pind. 4, 81. Vgl. κύλισις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλιστικός — κυλιστικός, ή, όν (Α) [κυλίνδω] 1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος … Dictionary of Greek
κυλιστικός — practised in rolling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek