κυλιστός

κυλιστός

κυλιστός, gewälzt; στέφανοι, große Kränze, so fest gewunden, daß man sie fortrollen kann, comic. bei Ath. XV, 678 e u. II, 49 f. Vgl. ἐκκυλίω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυλιστός — fit for rolling masc nom sg κυλιστός fit for rolling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλιστός — ή, ό (AM κυλιστός, ή, όν) [κυλίνδω] 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα 2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα αρχ. 1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά 2. δέσμη, μπόγος ρούχων 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • κυλιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μετακινήθηκε με κύλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλιστόν — κυλιστός fit for rolling masc acc sg κυλιστός fit for rolling neut nom/voc/acc sg κυλιστός fit for rolling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλιστοῖς — κυλιστός fit for rolling masc/neut dat pl κυλιστός fit for rolling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλιστοί — κυλιστός fit for rolling masc nom/voc pl κυλιστός fit for rolling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλιστῷ — κυλιστός fit for rolling masc/neut dat sg κυλιστός fit for rolling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκύλιστος — εὐκύλιστος, ον (ΑΜ) αυτός που κυλίεται εύκολα. επίρρ... εὐκυλίστως (Α) με ευκύλιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυλιστος (< κυλίνδω), πρβλ. α κύλιστος, τρι κύλιστος] …   Dictionary of Greek

  • ακύλιστος — και ακύλητος και ακύλιγος, η, ο (Α ἀκύλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά νεοελλ. αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου αρχ. φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κυλιστός… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”