κυλιστὴς

κυλιστὴς

κυλιστὴς στέφανος, = κυλιστός, Alexis bei Ath. II, 49 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”