- προ-αγκτηριάζω
προ-αγκτηριάζω, mit einem ἀγκτήρ vorher verbinden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αγκτηριάζω, mit einem ἀγκτήρ vorher verbinden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] … Dictionary of Greek