- προ-βιβρώσκω
προ-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβρωθέντα — πρό βιβρώσκω eat aor part pass neut nom/voc/acc pl πρό βιβρώσκω eat aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβρωκέναι — πρό βιβρώσκω eat perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβρωκότες — πρό βιβρώσκω eat perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβρωκότων — πρό βιβρώσκω eat perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβρωκώς — πρό βιβρώσκω eat perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβρώκῃ — πρό βιβρώσκω eat perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβρωθεῖσα — πρό βιβρώσκω eat aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβρώσκω — Α καταβροχθίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βιβρώσκω «τρώγω»] … Dictionary of Greek