κυβερνητικός

κυβερνητικός

κυβερνητικός, zum Steuern gehörig; βελτίστῳ εἶναι τὰ κυβερνητικά Plat. Alc. I, 119 d; νοῠς κ., der sich auf das Steuern, Lenken versteht, lenkend, Legg. XII, 961 e; – ἡ κυβερνητική, sc. τέχνη, die Steuermannskunst; Gorg. 511 d; Pol. 12, 27, 9 u. A.; – ὁ κυβ., der im Steuern u. Lenken Erfahrene; Rep. VI, 488 e; superl., Xen. Hem. 3, 3, 9. – Auch adv., bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυβερνητικός — good at steering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση: Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβερνητικά — κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc pl κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc/acc dual κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικῶν — κυβερνητικός good at steering fem gen pl κυβερνητικός good at steering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικώτατον — κυβερνητικός good at steering masc acc superl sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικαί — κυβερνητικός good at steering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικοί — κυβερνητικός good at steering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικοῦ — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικωτάτου — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”