- κυβερνητήρ
κυβερνητήρ, ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνητήρ, ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek
κυβερνητήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρα — κυβερνητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρας — κυβερνητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρε — κυβερνητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρες — κυβερνητήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρι — κυβερνητήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρος — κυβερνητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτειρα — κυβερνήτειρα, ἡ (Α) βλ. κυβερνητήρ … Dictionary of Greek
κυβερνητήριος — κυβερνητήριος, ία, ον (Α) [κυβερνητήρ] κυβερνητικός … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek