- κυβερνισμός
κυβερνισμός, ὁ, = κυβέρνησις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνισμός, ὁ, = κυβέρνησις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνισμός — κυβερνισμός, ὁ (Α) η κυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κυβερνίζω] … Dictionary of Greek